κουφόπτεροι

κουφόπτεροι
κουφόπτερος
light-winged
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κουφόπτερος — η, ο (Α κουφόπτερος, ον) νεοελλ. αυτός που διαδίδεται γρήγορα αρχ. αυτός που έχει ανάλαφρα φτερά, που πνέει ελαφρά («κουφόπτεροι αὖραι», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (II)* + πτερος (< πτερόν), πρβλ. λευκό πτερος, χρυσό πτερος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”